ἑορτάσιμος — of a festival masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εορτάσιμος — η, ο (AM ἑορτάσιμος, ον) [εορτάζω] αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε εορτασμό νεοελλ. εκείνος που πρέπει να τιμηθεί με γιορτή … Dictionary of Greek
εορτάσιμος — η, ο 1. που αξίζει να γιορταστεί, που πρέπει να πανηγυριστεί με γιορτές: Εορτάσιμη επέτειος. 2. ο κατάλληλος για εορτασμό, γιορτιάτικος, γιορτινός: Το ντύσιμό του είναι εορτάσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑορτάσιμον — ἑορτάσιμος of a festival masc/fem acc sg ἑορτάσιμος of a festival neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορτασίμοις — ἑορτάσιμος of a festival masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορτασίμου — ἑορτάσιμος of a festival masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορτασίμους — ἑορτάσιμος of a festival masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορτασίμων — ἑορτάσιμος of a festival masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορτασίμῳ — ἑορτάσιμος of a festival masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορτάσιμα — ἑορτάσιμος of a festival neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορτάσιμοι — ἑορτάσιμος of a festival masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)